- τσιγγουνιά
- και τσιγκουνιά, η, Ν [τσιγγούνης / τσιγκούνης]φιλαργυρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιγγούνικος — και τσιγκούνικος, η, ο, Ν [τσιγγούνης / τσιγκούνης] αυτός που χαρακτηρίζεται από τσιγγουνιά ή αυτός που γίνεται με τσιγγουνιά (α. «τσιγγούνικη συμπεριφορά» β. «τσιγγούνικη πληρωμή») … Dictionary of Greek
ακριβολογία — η (Α ἀκριβολογία) [ἀκριβολόγος] 1. ακριβής και σαφής διατύπωση σκέψεων με τον λόγο, κυριολεξία 2. λεπτομερής, εξονυχιστική έρευνα ή ανάλυση, λεπτολογία αρχ. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
αναδοσιά — (I) και ανεδοσιά, η [ανάδοση (ις)] 1 υγρασία που αναδίδεται από τη γη, άχνη, υδρατμός 2. οσμή που προέρχεται από την υγρασία τού δαπέδου, τών τοίχων κ.ά., δυσοσμία, κακοσμία, απόπνοια. (II) και ανεδοσιά, η 1. άρνηση τού να δώσει κανείς κάτι,… … Dictionary of Greek
ανελευθερία — η (AM ἀνελευθερία) έλλειψη ελευθερίας·|| αρχ. 1. έλλειψη ελεύθερου φρονήματος, μικροπρέπεια, δουλοπρέπεια 2. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
γλίσχρος — α, ο (AM γλίσχρος, α, ον) ανεπαρκής, λιγοστός («γλίσχρος μισθός») αρχ. Ι. 1. κολλώδης, γλοιώδης 2. σκληρός (για ξύλο) 3. αυτός που κολλάει επίμονα σε κάποιον, φορτικός 4. φιλάργυρος 5. πενιχρός, φτωχικός 6. (για πράγματα) μηδαμινός, ανάξιος λόγου … Dictionary of Greek
γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
γυφτιά — η 1. ρυπαρότητα, ακαταστασία 2. μικροπρέπεια, τσιγγουνιά 3. συμπεριφορά που ταιριάζει σε γύφτο … Dictionary of Greek
κιμβεία — κιμβεία, ἡ (Α) η τσιγγουνιά, η φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιμβ (τού κίμβιξ) + επίθημα εία (πρβλ. ανδρ εία, υγι εία)] … Dictionary of Greek
κυμινοπριστία — κυμινοπριστία, ἡ (Α) [κυμινοπρίστης] υπερβολική φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
μιζέρια — η (Μ μιζέρια) αθλιότητα, κακομοιριά, δυστυχία, φτώχια («ζει μέσα στη μιζέρια») νεοελλ. 1. γκρίνια, δυστροπία («τί μιζέρια είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα;») 2. παθολογική φιλαργυρία, τσιγγουνιά 3. είδος παιχνιδιού τής μεγάλης πρέφας 4. συνεκδ.… … Dictionary of Greek